- ποίμναις
- ποίμνηflock: fem dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ποίμναις — ποίμνη flock fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοιάδες — κατοιάδες, αἱ (Α) (για γίδες) αυτές που οδηγούν τα πρόβατα («ταῑς δὲ ποίμναις ἡγεμόνες τῆς πορείας ἦσαν αἶγες κατοιάδας οἱ ποιμένες ὀνομάζουσιν αυτάς», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ισχ άς, κορυφ άς)] … Dictionary of Greek
συνέπομαι — ΜΑ [ἕπομαι] 1. ακολουθώ από κοντά (α. «συνέψασθαί οἱ», Άνν. Κομν. β. «ποίμναις... συνειπόμην», Σοφ.) 2. έχω στενές σχέσεις με κάποιον αρχ. 1. ακολουθώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («οἱ πλεῑστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», Θουκ.) … Dictionary of Greek